- κρίνομαι
- κρίνομαι, κρίθηκα, κριμένος βλ. πίν. 2
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
κρίνομαι — κρί̱νομαι , κρίνω separate aor subj mid 1st sg (epic) κρί̱νομαι , κρίνω separate pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλληλοκρίνομαι — κρίνομαι από κάποιον και ταυτόχρονα τόν κρίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + κρίνω ( ομαι)] … Dictionary of Greek
αγγελοκρίνομαι — πνέω τα λοίσθια, ψυχορραγώ (λέγεται για τον ετοιμοθάνατο, όταν αυτός στρέφει προς τα επάνω το βλέμμα του, οπότε υποτίθεται ότι βλέπει τον άγγελο που πρόκειται να παραλάβει και να κρίνει την ψυχή του). [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + κρίνομαι] … Dictionary of Greek
αγωνίζομαι — (Α ἀγωνίζομαι) 1. συναγωνίζομαι σωματικά ή πνευματικά για τα πρωτεία, για βραβείο 2. διεξάγω αγώνα, μάχομαι σε πόλεμο, πολεμώ 3. καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για να πετύχω κάτι, μοχθώ, κοπιάζω αρχ. 1. συζητώ έντονα, εριστικά, προβάλλοντας… … Dictionary of Greek
διαψηφίζομαι — και διαψηφίζω (ΑΝ) δίνω την ψήφο μου, ψηφίζω μσν. ενεργ. υπολογίζω τους φόρους αρχ. 1. αποφασίζω με ψήφο 2. παθ. κρίνομαι με ψήφο 3. ενεργ. θέτω σε ψηφορορία … Dictionary of Greek
εισκρίνω — εἰσκρίνω (AM) 1. εγγράφω, καταγράφω, εισάγω 2. ενεργώ ώστε να μπει κάτι 3. κρίνομαι («σοφὸς δ ἀναμφίλεκτος εἰσκριθήσεται») … Dictionary of Greek
εξισάζω — ἐξισάζω (AM) 1. ισιώνω 2. μέσ. θεωρώ τον εαυτό μου ίσο με κάποιον μσν. φέρνω ισορροπία αρχ. 1. είμαι ίσος 2. παθ. ἐξισάζομαι κρίνομαι, είμαι ίσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ισάζω «εξισώ» (< ίσος)] … Dictionary of Greek
ευαπόκριτος — εὐαπόκριτος, ον (Α) αυτός στον οποίο εύκολα μπορεί να αποκριθεί κάποιος. επίρρ... εὐαποκρίτως φρ. «εὐαποκρίτως ἔχειν πρός τινας» έχω εύκολη την απάντηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + από κριτος (< απο κρίνομαι), πρβλ. δυσ απόκριτος, αν από κριτος] … Dictionary of Greek
ευυπόκριτος — εὐυπόκριτος, ον (Α) 1. αυτός που υποκρίνεται καλά το πρόσωπο που υποδύεται, που ερμηνεύει καλά τον ρόλο του 2. φρ. «εὐυπόκριτος συμβίωσις» καλή συμβίωση, ομαλή συμβίωση 3. αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κανείς να υποκριθεί, να παραστήσει. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
καθυποκρίνομαι — (Α) 1. υποτάσσω κάτι στη θέλησή μου με την υποκριτική τέχνη, εξαπατώ 2. μτφ. καταστρέφω κάτι με την υπόκριση 3. προσποιούμαι, υποκρίνομαι («καθυποκρίνομαι φιλίαν», Φιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο κρίνομαι] … Dictionary of Greek